λευκομέτωπος

λευκομέτωπος
λευκομέτωπος, -ον (AM)
αυτός που έχει λευκό μέτωπο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ λευκομέτωπος
ονομασία πτηνού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευκομέτωπος — with a white forehead masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκομέτωπον — λευκομέτωπος with a white forehead masc/fem acc sg λευκομέτωπος with a white forehead neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκομέτωποι — λευκομέτωπος with a white forehead masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαρονάκι — το ονομασία τού πτηνού Στέρνη η λευκομέτωπος …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”